- καλυκοειδής
- -ές (Α καλυκοειδής, -ές)αυτός που έχει σχήμα κάλυκα ή ο όμοιος με κάλυκανεοελλ.φρ. «καλυκοειδή ή λαγυνοειδή κύτταρα» — κύτταρα, τα οποία μαζί με τα κυλινδρικά αποτελούν το επιθήλιο τού βλεννογόνου υμένα τού λεπτού εντέρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. σφαιρο-ειδής, ωο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.